- ἀναχθεῖσα
- ἀνάγωlead upaor part pass fem nom/voc sgἀνάσσωto be lordaor part pass fem nom/voc sgἀνάζωaor part pass fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀναχθείσας — ἀναχθείσᾱς , ἀνάγω lead up aor part pass fem acc pl ἀναχθείσᾱς , ἀνάγω lead up aor part pass fem gen sg (doric aeolic) ἀναχθείσᾱς , ἀνάσσω to be lord aor part pass fem acc pl ἀναχθείσᾱς , ἀνάσσω to be lord aor part pass fem gen sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek